Ο γερµανοϊταλικός άξονας καθώς και η Γαλλία και η Ρωσία των µπολσεβίκων, από την εποµένη της Συνθήκης των Σεβρών, στήριξαν µε όπλα και πολεµοφόδια τον στρατό του Κεµάλ εις βάρος της Ελλάδας
Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ της Συνθήκης των Σεβρών στο παρίσι τον αύγουστο του 1920 σήµανε το τέλος της οθωµανικής αυτοκρατορίας και τον διαµελισµό της από τους Συµµάχους. Στη θέση όµως του παλαιού θεοκρατικού καθεστώτος γεννήθηκε µια νέα, ακόµη πιο επικίνδυνη, πραγµατικότητα που αποτέλεσε κατά µία έννοια τη νέα θρησκεία του κράτους: ο παντουρκισµός. οι διωγµοί σε βάρος των χριστιανικών πληθυσµών, προτού ακόµη προλάβει να στεγνώσει το µελάνι στις Σέβρες, θα έπαιρναν τον χαρακτήρα γενοκτονίας ακριβώς δύο χρόνια αργότερα, τον αύγουστο του 1922, όταν η Σµύρνη παραδινόταν στις φλόγες. Η προδοσία όµως της Ελλάδας από τους τέως συµµάχους της είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα.
Η
καταιγιστική πληροφόρηση που ελάµβανε η ελληνική κυβέρνηση από την άνοιξη ήδη του 1921, πλην των προξενικών και διπλωµατικών της αρχών στη γείτονα, από όλες τις πρεσβείες της στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως αυτές περιλαµβάνονται σε τρεις ογκώδεις φακέλους του έτους 1921, γεννά εξακολουθητικά ερωτήµατα για το πού βάδιζε και πόσο αυτοκαταστροφική ήταν η πολιτική της χώρας όταν ο στρατός της διέσχιζε την άνυδρη πεδιάδα του Σαγγαρίου φθάνοντας µόλις λίγα χιλιόµετρα έξω από την Αγκυρα τον καυτό Αύγουστο του 1922.
Η άνευ προσχηµάτων, εξαρχής, πολιτική της γείτονος για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών από την υπογραφή της ήδη στο διάσηµο για τις πορσελάνες του προάστιο των Παρισίων κέρδισε, µε δέλεαρ την εξασφάλιση προνοµιακών όρων διµερούς οικονοµικής συνεργασίας, πολύ έγκαιρα τον γερµανοϊταλικό άξονα, στο άρµα του οποίου για ευνόητους λόγους προσδέθηκε ο γαλλικός παράγων και τελευταίος, πλην καθ’ όλα µη υστερών σε πάθος και πλήθος πρωτοβουλιών για στήριξη του Κεµάλ που ολοένα κέρδιζε έδαφος στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας, αδιαµφισβήτητου πρωταγωνιστή των γεγονότων που έµελλαν να αλλάξουν άρδην τη µοίρα της χώρας, ο µπολσεβικικός. Μάλιστα, όπως αναφερόταν σε κρυπτοτηλεγράφηµα από την Κωνσταντινούπολη που υπέγραφε κατά την αποκρυπτογράφησή του ο στρατηγός Κούτσης από το γραφείο του υπουργού των Στρατιωτικών,
«οι κοµιτατικοί κύκλοι Κωνσταντινουπόλεως τρέφουσιν ελπίδας ότι µία Ελληνο-Μπολσεβικική σύρραξις θα επιφέρη την Ελληνικήν καταστροφήν», συµπληρώνοντας πως
«σοβαροί τουρκικοί κύκλοι χαρακτηρίζουσιν ανωτέρω διαδόσεις ως µέσον αναπτερώσεως Τουρκικού ηθικού» (ΕΠ 1424, 15 Ιουλίου 1921).
n Τα βρετανικά συµφέροντα
Σταθερός ο αγγλοσαξονικός άξων, µε τις Ηνωµένες Πολιτείες να σαρώνονται από συλλαλητήρια υπέρ των χριστιανικών πληθυσµών της Μικράς Ασίας, Ελλήνων και Αρµενίων, και πύρινους λόγους όπως του γερουσιαστή William King, κεντρικού οµιλητή στο συλλαλητήριο της Φιλαδέλφειας, που µιλούσε για τα κατορθώµατα και τις νίκες
«του γενναίου ελληνικού στρατού εναντίον του Κεµάλ, µαχόµενος όπως και οι προπάτορές του υπέρ της χριστιανοσύνης», και τον βρετανό πρωθυπουργό να χαρακτηρίζει τον Τούρκο
«τον χειρότερο εγκληµατία ανάµεσα στους εχθρούς της χώρας του», δεν εστερείτο, πλην ειλικρινών υπέρ της Ελλάδος, και ιδιοτελών αισθηµάτων και εκτιµήσεων: Αν η Αγκυρα κέρδιζε στην κρίσιµη εκείνη ώρα το παιχνίδι σε βάρος της Ελλάδας µε τη βοήθεια της Ρωσίας, τότε, για την τελευταία, άνοιγε ο δρόµος καθόδου της στις θερµές θάλασσες της Μεσογείου µέσω των Στενών - πλήρως ασυµβίβαστη µε τα βρετανικά συµφέροντα στον χώρο της Μέσης Ανατολής!
∆εν ήταν γι’ αυτό υπερβολικός για όσα ενηµέρωνε ο διευθύνων το Γενικό Προξενείο Γενεύης:
«Η Αγγλική Κυβέρνησις (διά της Intelligence Service) ωργάνωσεν εν Ελβετία δίκτυον κατασκοπείας της τουρκικής και πανισλαµικής οργανώσεως και των ενεργειών των». Προσέθετε δε ότι
«ο εκ των κυριοτέρων πρακτόρων αυτής, µεθ’ ου συνδέοµαι, εδέχθη να θέση εις την διάθεσίν µου αντίγραφον των εκθέσεών του». Επρόκειτο για κατασκοπεία
«περί της ιταλογερµανο-πανισλαµικής δράσεως περί την γενοµένην εν Γενεύη την 24ην Μαΐου Συνδιάσκεψιν εξεχόντων εν Ελβετία Τούρκων πρακτόρων, η κίνησις των οποίων επροκάλεσε το ενδιαφέρον της Αγγλικής Κυβερνήσεως» (ΑΠ 591, Γενεύη 28/10 Ιουνίου 1921).
Ωστόσο ο εφοδιασµός του κεµαλικού στρατού είχε ήδη ξεκινήσει. Ιδού πώς µεθοδευόταν, άλλοτε µυστικά και άλλοτε χωρίς προκάλυψη, η έξωθεν βοήθεια:
Από τον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας ο υποπρόξενος Φρυδάς ενηµέρωνε:
«Τουρκικά ιστιοφόρα µεγάλης χωρητικότητος φορτώνουσιν σχετικώς µεγάλας ποσότητας σίτου και άλλων δηµητριακών, υπάρχει δε πιθανότης ότι υπό τα φορτία ταύτα κρύπτονται τα εκάστοτε αποστελλόµενα εις τον Κεµαλικόν στρατόν όπλα και πυροµαχικά» (ΑΠ 798, 17 Οκτωβρίου 1921).
n Φορτία µε πυροµαχικά
Από τη Σόφια ο πρεσβευτής Πανουργιάς ειδοποιούσε την Αθήνα για εκεί άφιξη απεσταλµένου του Κεµάλ, του Αχµέτ Νετζέτ, για να παραλάβει
«πυροµαχικά φθάσαντα εξ Αυστρίας». Συµπλήρωνε δε:
«Ταύτα, ως και δυναµίτις και χειροβοµβίδες, παρεδόθησαν εις Ποµάκους ελθόντας ενταύθα εκ Ροδόπης υπό πρόσχηµα αγοράς εµπορευµάτων. Αποκρυβέντα δε εντός δεµάτων υφασµάτων µετηνέχθησαν εις Κιρτζαλί και σύνορα. Τούρκος πράκτωρ λέγει ότι δράσις αποβλέπουσα κυρίως ανατινάξεις σηράγγων και γεφυρών άρχεται κατ’ αυτάς» (ΑΠ 7249, 4 Νοεµβρίου 1921). Σε «Εκτακτον ∆ελτίον Πληροφοριών» της Ανωτέρας Γενικής Στρατιωτικής ∆ιοικήσεως ο υποστράτηγος Βλαχόπουλος από τη Σµύρνη πληροφορούσε ότι, σύµφωνα µε µαρτυρία έλληνα οµογενούς, του σταθµάρχη του σιδηροδροµικού σταθµού της Αλεξανδρέττας,
«εις τον Σταθµόν του φορτώνονται ήδη υπό των Γάλλων βαρέα πυροβόλα και τανκς προοριζόµενα διά τον Κεµάλ» (30 Σεπτεµβρίου 1921).
Πέντε ηµέρες νωρίτερα από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού η ελληνική κυβέρνηση επληροφορείτο εµπιστευτικώς ότι
«εν Ευξείνω Πόντω ταξιδεύουσι δύο υποβρύχια υπό Σοβιετικήν σηµαίαν τα οποία πρόκειται να πωληθώσιν ή ίσως επωλήθησαν ήδη εις τον Κεµάλ» (ΑΠ 430).
Ο στρατηγός Παπούλας στις 6 Οκτωβρίου 1921 ενηµέρωνε από τη Σµύρνη ότι απεσταλµένοι του Κεµάλ
« ανεχώρησαν δι’ Αδανα προς παραλαβήν Γαλλικών όπλων και τηλεβόλων» (ΕΠ 21519 / 7678).
Στις 15 Οκτωβρίου 1921 η Υπάτη Αρµοστεία Σµύρνης κοινοποιούσε στην κυβέρνηση την πληροφορία ότι ο ειδικός απεσταλµένος των εθνικιστών στη Μόσχα, ο γιατρός Τεβερήκ Ρουσδή, επέστρεφε στην Αγκυρα µε ενισχύσεις ενός εκατοµµυρίου τουρκικών λιρών σε χρυσό, εν είδει δώρου στον Κεµάλ (ΑΠ 145). Το αυτό µαρτυρούσε και ο Παπούλας, σύµφωνα µε µαρτυρία του ταγµατάρχη Μελά από τη Βηρυτό:
«Πληροφορούµαι ότι µέγα ποσόν χρυσού αποστέλλεται διά Ιταλικών πλοίων εκ Κωνσταντινουπόλεως µέσω Ατταλείας εις Κεµαλικούς» (ΑΠ 11411, 4 Οκτωβρίου 1921). Οι πρέσβεις Μεταξάς και ∆ιαµαντόπουλος, από Ρώµη και Βελιγράδι, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους πληροφορούσαν για ενισχύσεις που έφθαναν από το Τουρίνο µε ανταλλακτικά της Fiat και σφαίρες, και από τη Βιέννη µέσω Ιταλίας και Βουλγαρίας (η Ρουµανία είχε αρνηθεί τη χρήση του εδάφους της για τη διέλευσή τους) 40.000 όπλων και 30 εκατοµµυρίων φυσιγγίων (ΑΠ 1510 και ΑΠ 1184). Η βοήθεια της Ιταλίας όµως δεν περιοριζόταν σε αποστολή πολεµοφοδίων. Ο µεν Βλαχόπουλος από τη Σµύρνη ανέφερε ότι, πλην
«της συνθέσεως, εξοπλισµού, διατροφής και ανεφοδιασµού των Τούρκων παρά των επισήµων Ιταλικών Αρχών, µη τηρούντων πλέον ουδέ τα προσχήµατα έναντι ηµών» (ΑΠ 1899/1016, 8 Σεπτεµβρίου 1921), τούρκοι πράκτορες µε ιταλικό ιµατισµό και ιταλικές ταυτότητες περιφέρονταν στη Σµύρνη συλλέγοντας πληροφορίες για τις θέσεις και τις δυνάµεις του ελληνικού στρατού. Επιπλέον, γνήσιοι Ρώσοι και Τάταροι από το Καζάν, καθώς και τεχνίτες, διετέθησαν υπό των Μπολσεβίκων στις υπηρεσίες του Κεµάλ (ΑΠ 102, Βότσης από Υπάτη Αρµοστεία Σµύρνης, 16 Σεπτεµβρίου 1921), ενώ 20 ρώσοι αξιωµατικοί και 600 ρώσοι µουσουλµάνοι ιππείς κατετάγησαν εθελοντικά στον κεµαλικό στρατό.
Ο Πάπας στο πλευρό των Τούρκων
Εράνους υπέρ του Κεμάλ διεξήγαγε η Αιγυπτιακή Βιβλιοθήκη (ΑΠ 264, Βότσης, 17 Νοεμβρίου 1921), ενώ αλγεινή εντύπωση προκαλούσε η είδηση ότι αλάτι για τον στρατό του Κεμάλ έστελνε η κυπριακή κυβέρνηση(!) (1.000 τόνοι από την περιοχή της Λάρνακας, ΑΠ 315, πρόξενος Χατζηβασιλείου, 12 Οκτωβρίου 1921).
Ακόμη και ο Πάπας,
«δήθεν εξ ενδιαφέροντος υπέρ της ζωής των εν Μικρασία χριστιανών», ετάχθη υπέρ του Κεμάλ. (πρεσβευτής Σ. Πεζάς από Ρίο Ιανέιρο, ΑΠ 779, 22 Απριλίου 1921).
«Δεν γνωρίζω ποίαι θα είναι περαιτέρω αι εξωτερικαί συνέπειαι... καλόν όμως είναι να ίδωμεν ποίοι είναι οι φίλοι και ποίοι οι εχθροί του έθνους μετά το οριστικώς καταπίπτον προσωπείον της μισελληνικής πολιτικής των Γάλλων, των Ιταλών και της Καθολικής Εκκλησίας» (όπ. π).