Πιο κοντά από ποτέ στην ιστορία τους βρίσκονται ΝΑΤΟ και Ρωσία μετά τη Σύνοδο της Λισαβόνας το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Ο πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ θυμήθηκε τη μεταπολεμική σοβιετική διπλωματία, που είχε υποβάλει αίτημα ένταξης της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ κατ' εντολήν του Ιωσήφ Στάλιν. Πάντως, επέστρεψε στη Μόσχα ικανοποιημένος.
Οι πιο αισιόδοξοι μιλούν για «σαρωτικό άνεμο αλλαγών» και «νέα ιστορική εποχή», επικαλούνται μάλιστα και το ότι ο πρόεδρος Μεντβέντεφ θυμήθηκε τη μεταπολεμική σοβιετική διπλωματία, που είχε κατ' εντολήν Στάλιν υποβάλει αίτημα ένταξης της Ρωσίας στη Συμμαχία, επιλογή που άλλη μία φορά το Κρεμλίνο δεν απέκλεισε ως μελλοντική προοπτική.
Οι πιο απαισιόδοξοι θεωρούν ότι το αεράκι που φυσά είναι απλώς ένα παραπλανητικό «ψυχρό ρεύμα» κι ότι ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει γενικευμένη συνεργασία ΝΑΤΟ-Ρωσίας, ούτε κοινή αντιβαλλιστική άμυνα. Πολλοί μάλιστα από αυτούς τους αξιωματούχους δεν κρύβουν ότι εργάζονται και θα συνεχίσουν να κάνουν παν το δυνατό για τη ματαίωση κάθε φιλόδοξου σχεδίου προσέγγισης.
Ο πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ των δύο πλευρών επέστρεψε στη Μόσχα ενθουσιώδης και ικανοποιημένος, εκτιμώντας ότι έχει οριστικά περάσει στο παρελθόν η «ζώνη των δυσκολιών», η τελευταία εκ των οποίων ήταν η κατηγορηματική διαφωνία των δύο πλευρών γύρω από τη ρωσική πολιτική στον Καύκασο και την αντιμετώπιση της Γεωργίας και του προέδρου της Μιχαήλ Σαακασβίλι. Η Μόσχα τον θεωρεί προσωπικά υπεύθυνο για την αιματοχυσία στη Ν. Οσετία και Αμπχαζία και τη ρωσο-γεωργιανή σύρραξη το καλοκαίρι του 2008, με την οποία διακόπηκαν και οι σχέσεις Ρωσίας - ΝΑΤΟ σε υψηλό επίπεδο, πριν απ' τη φετινή δειλή αναζωπύρωση και τις όλο και πιο επιτυχείς από άποψη «χημείας» συναντήσεις των προέδρων Μεντβέντεφ - Ομπάμα.
Σε κορυφαία σημεία προσέγγισης έχουν αναδειχθεί η παροχή υποστήριξης των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και η κοινή αντιπυραυλική άμυνα, καθώς πρώτη φορά στη διακήρυξη της Συνόδου που συνόψισε τα αποτελέσματα του λεγόμενου Συμβουλίου Ρωσίας - ΝΑΤΟ σε επίπεδο αρχηγών κρατών γίνεται η κοινή διαπίστωση ότι οι δύο πλευρές «δεν απειλούν η μία την άλλη, αλλά έχουν αντιθέτως κοινούς εχθρούς και αισθάνονται κοινές απειλές».
Τα πράγματα με το Αφγανιστάν μοιάζουν σχετικά πολύ πιο απλά. Μόσχα και ΝΑΤΟ συμφώνησαν αυτή τη φορά όχι μόνο την αύξηση των μεταφερόμενων φορτίων μέσω του ρωσικού εδάφους, γεγονός που επιτρέπει πλέον ακόμη και τη μετακίνηση βαρέων τεθωρακισμένων, αλλά προπαντός ότι η φορά μετακίνησης δεν θα είναι μόνο προς το Αφγανιστάν, όπως ίσχυε βάσει των παλαιότερων συνεννοήσεων.
Η μετακίνηση ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων και φορτίων θα επιτρέπεται πλέον μέσω Ρωσίας και με αφετηρία το Αφγανιστάν, γεγονός που αποτελεί κατά τους ειδικούς προετοιμασία του εδάφους για την αποχώρηση των ανδρών της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί κατά τα υπεσχημένα στον αφγανό ηγέτη Χαμίντ Καρζάι έως το τέλος του 2014.
Ομως δεν είναι πλέον τόσο βέβαιο ότι η Μόσχα θα είναι ευτυχής από την αποχώρηση αυτή, αν εξαιρεθεί η επί πληρωμή χρήση ρωσικών στρατιωτικών μέσων, χερσαίων και αεροπορικών, για τη μεταφορά φορτίων και έμψυχου υλικού. Η αποχώρηση του ΝΑΤΟ, κατά τους ρώσους αναλυτές, θα έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα την ενίσχυση όχι μόνο του κινήματος των Ταλιμπάν στο γειτονικό για τη Ρωσία Αφγανιστάν, αλλά κυρίως του ισλαμικού εξτρεμισμού στην ως επί το πλείστον διεφθαρμένη και αυταρχική Κεντρική Ασία, σε μια στιγμή, που δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι η Μόσχα έχει έτοιμες συνταγές ασφαλείας ώστε να καλύψει το κενό, που θα δημιουργηθεί, ούτε πολύ περισσότερο τις διάδοχες καταστάσεις σ' εκείνες τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, όπου αναπόφευκτα θα τεθεί θέμα εξουσίας τα επόμενα χρόνια (Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν), με την Κιργιζία να πρωταγωνιστεί στο υπό διαμόρφωση σκηνικό αποσταθεροποίησης.
Ενας μόνιμος, αλλά όλο και πιο ενοχλητικός παράγοντας στους υπολογισμούς της Μόσχας είναι και ο αυξανόμενος ρόλος του Πεκίνου στην Κεντρική Ασία, που εξελίσσεται για τη Ρωσία σε γεωπολιτική πρόκληση συντήρησης του υπάρχοντος status quo και προπαντός των υπό σοβαρή αμφισβήτηση προνομιακών ρωσικών προσβάσεων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της περιοχής.
Οι αυξανόμενες ασιατικές απειλές και αβεβαιότητες οδηγούν αναπόφευκτα τη Ρωσία σε εξισορροπιστικά προς τη Δύση βήματα, άλλωστε πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή ακριβώς η κατά το δυνατό επιτυχής διαμεσολάβηση μεταξύ Ευρώπης και Κίνας θα αποτελεί στο μέλλον ένα από τα ισχυρότερα διπλωματικά και γεωστρατηγικά «χαρτιά» της ρωσικής ηγεσίας. Η σχέση αυτή θα μπορούσε, όμως, και να μετατραπεί σε μοχλό πίεσης και στην ίδια τη Μόσχα, αν όχι σε «τανάλια» που θα σφίγγει και θα απειλεί ενίοτε τα ρωσικά συμφέροντα, για την υπεράσπιση των οποίων το Κρεμλίνο έκανε πρώτη φορά λόγο ακόμη και για τη δημιουργία ναυτικών του βάσεων στον Ινδικό Ωκεανό.
Η προοπτική αυτή μοιάζει ακόμη απομακρυσμένη, γι' αυτό και οι σχέσεις Μόσχας - ΝΑΤΟ θα δοκιμαστούν το αμέσως επόμενο διάστημα γύρω από το σχέδιο δημιουργία κοινής αντιπυραυλικής ασπίδας. Ο πρόεδρος Μεντβέντεφ έδωσε την αρχική συγκατάθεση, πρότεινε μάλιστα μέρος ή και όλη η Ευρώπη να καλυφθεί από ρωσικά αντιπυραυλικά συστήματα και οι διαπραγματεύσεις για το «ποιος και υπό ποιους ακριβώς όρους θα κρατά το κουμπί της εκτόξευσης» αναμένεται να διεξαχθούν το Δεκέμβριο. Οι ρώσοι διπλωμάτες εξηγούν ότι μόνο σε συνθήκες απόλυτης ισοτιμίας θα υπάρξει αποτέλεσμα, ενώ ο αντιπρόσωπος της Μόσχας στο ΝΑΤΟ Ντμίτρι Ραγκόζιν πρόλαβε να αποκλείσει κάθε είδους βαθιά συνεργασία, χαρακτηρίζοντας ούτε λίγο, ούτε πολύ «όνειρο θερινής νυκτός» τη συγχώνευση των δύο άλλοτε αντιβαλλιστικών συστημάτων και απίθανη τη σύμπτωση στην αξιολόγηση των πραγματικών για κάθε πλευρά κινδύνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου